Στις 14 Μαρτίου του 1998, ημέρα Σάββατο, ο Θόδωρος Πάγκαλος μετέβη στο Εδιμβούργο για το άτυπο συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε. Κεντρικό θέμα στη συνεδρίαση ήταν η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων 11 υποψηφίων νέων μελών, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος. Πριν μπει στη συνεδρίαση, οι ερωτήσεις των Ελλήνων ανταποκριτών αφορούσαν το πώς η Αθήνα θα αντιστεκόταν στις πιέσεις να συνδεθεί η ενταξιακή πορεία της Κύπρου με την πρόοδο στην επίλυση του Κυπριακού. Μετά την -ευτυχή για τα ελληνικά και τα κυπριακά συμφέροντα- κατάληξή της, ο κ. Πάγκαλος εξεπλάγη από σειρά ερωτήσεων για ένα θέμα για το οποίο δεν γνώριζε τίποτα: είχε διαρρεύσει από τις Βρυξέλλες η είδηση της υποτίμησης της δραχμής και της εισαγωγής της στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ).
if (width < 1024+1) //Εμφάνιση μέχρι
{
}
VIRAL ΕΙΔΗΣΗ
Θυμάστε την Πωλέττα από την «Νταντά»; Δείτε πώς είναι σήμερα και γιατί έχει εξαφανιστεί η... μητέρα της Μαίρης
Το ότι ο υπουργός Εξωτερικών δεν ήταν ενήμερος, είναι ενδεικτικό της μυστικότητας με την οποία η τότε κυβέρνηση χειρίστηκε το θέμα, με σκοπό να αποτραπούν κερδοσκοπικά παιχνίδια. Το σημαντικό αυτό βήμα στον δρόμο της Ελλάδας προς την Ευρωζώνη, ωστόσο, πέντε χρόνια νωρίτερα, με τη χώρα στα όρια συναλλαγματικής κρίσης, έμοιαζε με ουτοπία.
Εκτοτε, η χώρα είχε υπερβεί τους στόχους του Αναθεωρημένου Προγράμματος Σύγκλισης για τέσσερα διαδοχικά έτη (1994-7) σχετικά με τον δείκτη ανάπτυξης και το δημοσιονομικό έλλειμμα, που είχε μειωθεί από 13,6% του ΑΕΠ το 1993 σε 4% το 1997. Ο πληθωρισμός, από 14,1% το 1993 είχε μειωθεί σε μονοψήφιο επίπεδο το 1995 (9%), για πρώτη φορά μετά το 1972, και στο 5,6% το 1997.
Η είσοδος στην ΟΝΕ και η ιστορία του ευρώ στην Ελλάδα
Ο Κώστας Σημίτης είχε θέσει ως στόχο τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ το αργότερο το 2001 – δύο χρόνια μετά τις υπόλοιπες χώρες, αλλά πριν εισαχθεί το ευρώ στη φυσική του μορφή. Οπως λέει στην «Κ» ο τέως πρωθυπουργός, στις πρώτες του συναντήσεις με τους ηγέτες των μεγάλων χωρών της Ε.Ε. -Κολ, Σιράκ, Πρόντι, Μέιτζορ- αφού ανέλαβε την πρωθυπουργία, «εξέφρασα την αποφασιστικότητά μας για ένταξη στο ευρώ». Παρά τη θετική τους στάση, οι ομόλογοί του, θυμάται, «τόνισαν ότι η ελληνική οικονομία πρέπει να είναι επαρκώς προετοιμασμένη για το κρίσιμο αυτό βήμα».
Η συμμετοχή από 1.1.1999 δεν ήταν εφικτή, καθώς βασιζόταν στα οικονομικά στοιχεία του 1997. Ενα από τα κριτήρια που δεν πληρούσε η Ελλάδα τη χρονιά εκείνη ήταν η συμμετοχή επί δύο έτη στον ΜΣΙ.
Οπως αναφέρει ο κ. Σημίτης στο βιβλίο του («Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα», Εκδόσεις Πόλις), σε σύσκεψη στις 15 Ιουλίου 1997 με τον υπουργό Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου και τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Λουκά Παπαδήμο, αποφασίστηκε να επιδιωχθεί η εισαγωγή της δραχμής στον ΜΣΙ την άνοιξη του 1998.
Στη συνέχεια, ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις για την κατάλληλη ισοτιμία. «Χρειαζόταν μία ισοτιμία αξιόπιστη και διατηρήσιμη, που δεν θα δεχόταν πιέσεις, αλλά θα ήταν παράλληλα συνεπής με τον στόχο της περαιτέρω υποχώρησης του πληθωρισμού» λέει στην «Κ» ο κ. Παπαδήμος. Η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάστηκε διαφορετικά σενάρια για το σωστό επίπεδο της υποτίμησης, ενώ αναλύσεις έγιναν και από το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών και το γραφείο του πρωθυπουργού. Τελικά υπήρξε σύγκλιση γύρω από μία υποτίμηση της τάξης του 10-12%. Ωστόσο, υπήρχαν διαφωνούντες – τόσο προς τα κάτω όσο και προς τα πάνω. Αίσθηση στους κύκλους διαμόρφωσης πολιτικής είχε προκαλέσει η ανάλυση του Δ. Μαλλιαρόπουλου και του Γκ. Χαρδούβελη, στελέχη τότε της Εθνικής Τράπεζας, την οποία δημοσίευσαν τον Ιανουάριο του 1998. Η ανάλυση αυτή, βασισμένη σε ένα πολύ πιο ευέλικτο μοντέλο της ελληνικής οικονομίας από αυτό που χρησιμοποιούσε η κεντρική τράπεζα, συμπέραινε ότι η δραχμή ήταν υπερτιμημένη κατά μόλις 4%.
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο κ. Μαλλιαρόπουλος, επικεφαλής του τμήματος μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος σήμερα, η εκτίμησή τους πήγαινε κόντρα στο ρεύμα της εποχής, «με πολλούς αναλυτές να συγκρίνουν την Ελλάδα με υπανάπτυκτες αφρικανικές χώρες που υπέστησαν μεγάλες υποτιμήσεις».
Από τον Οκτώβριο του 1997 ξεκίνησε με περίοδος ισχυρών πιέσεων για τη δραχμή, ως συνέπεια της ευρύτερης αναταραχής από την κρίση στη ΝΑ Ασία αλλά λόγω των προσδοκιών των χρηματαγορών για εισαγωγή της στον ΜΣΙ με ταυτόχρονη υποτίμησή της. Η -θεσμικά ενισχυμένη με το ν. 2548/1997- Τράπεζα της Ελλάδος υπερασπίστηκε τότε την ισοτιμία, με υψηλά επιτόκια και εκτεταμένες παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος. Ωστόσο, καθώς οι πιέσεις συνεχίζονταν, αποφασίστηκε τον Ιανουάριο να επισπευσθεί το αίτημα ένταξης.
Οι Ελληνες αξιωματούχοι που χειρίζονταν την υπόθεση -ο κ. Παπαδήμος, οι δύο υποδιοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος, Π. Θωμόπουλος και Ν. Γκαργκάνας, ο κ. Παπαντωνίου, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Γ. Στουρνάρας και οι σύμβουλοι του πρωθυπουργού Ν. Θέμελης και Τ. Γιαννίτσης- ανέλαβαν να προωθήσουν τις ελληνικές θέσεις. Ηταν ένα δίμηνο εντατικών μυστικών επαφών, τόσο διμερών όσο και στο πλαίσιο της Νομισματικής Επιτροπής, προπομπού του Euroworking Group, και του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος, που θα μετεξελισσόταν με την έλευση του ευρώ σε Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (μάλιστα είχαν τα ίδια γραφεία, στη Φρανκφούρτη).
Ιδιαίτερο σκεπτικισμό για την ελληνική πρόταση εξέφραζαν τότε οι Γερμανοί, που μιλούσαν για ανάγκη υποτίμησης ακόμα και πάνω από 20%. Οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις του κ. Παπαδήμου με τον Χανς Τιτμάγιερ, διοικητή της Bundesbank, στις οποίες συζητήθηκαν τόσο η ισοτιμία όσο και τα γενικότερα κριτήρια ένταξης, ήταν κρίσιμης σημασίας για να μεταπειστεί η γερμανική πλευρά. Εξίσου σημαντικές ήταν οι μάχες που έδωσε στη Νομισματική Επιτροπή ο κ. Στουρνάρας, αντιμέτωπος με τον σκληρό Γιούργκεν Σταρκ, υφυπουργό Οικονομικών της Γερμανίας και μετέπειτα μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, ο οποίος ήδη τότε επιτίθετο στην Ελλάδα για τις υπερβολικές προσλήψεις στο Δημόσιο.
Τον Φεβρουάριο, οι κ. Στουρνάρας, Θωμόπουλος και Γιαννίτσης έκαναν ταξίδι ειδικού σκοπού για τις τελικές διαβουλεύσεις με τον Γ. Σταρκ. Στην τελική ευθεία, στις Βρυξέλλες, διεξήχθη μία συνάντηση-μαραθώνιος μεταξύ Στουρνάρα, Γκαργκάνα και του Τζιοβάνι Ραβάζιο, γενικού διευθυντή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Κομισιόν, για να διευθετηθούν οι τελευταίες εκκρεμότητες.
Το Σάββατο της κρίσιμης συνεδρίασης της Νομισματικής Επιτροπής, ο πρωθυπουργός βρισκόταν στην Πράγα, μαζί με τον κ. Παπαντωνίου, όταν δέχθηκε κλήση από τον κ. Στουρνάρα. Η συμφωνία των εταίρων είχε εξασφαλιστεί, υπό όρους όμως για συνοδευτικά δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα, τους οποίους μετέφερε ο πρόεδρος του ΣΟΕ στον κ. Σημίτη. Ο πρωθυπουργός του ζήτησε να καλέσει ξανά σε 15 λεπτά.
Στο δεύτερο τηλεφώνημα απάντησε ο κ. Παπαντωνίου, που αποδέχθηκε εκ μέρους του πρωθυπουργού τους περισσότερους όρους, αλλά όχι αυτούς που αφορούσαν την αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης. Ο υπουργός είπε μάλιστα στον κ. Στουρνάρα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι αν δεχόταν κάτι τέτοιο, θα ήταν καλύτερο να μη γυρίσει στην Αθήνα. Ο τότε πρόεδρος του ΣΟΕ εκλήθη να υπογράψει και κάτι άλλο την ημέρα εκείνη – μία υπεύθυνη δήλωση ότι είχε γίνει συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής. Του τη ζήτησε ο Ισπανός ομόλογός του επειδή η γυναίκα του εξέφραζε δυσπιστία για τον λόγο που θα ταξίδευε εκείνο το Σαββατοκύριακο.
Τελικά συμφωνήθηκε η υποτίμηση της δραχμής κατά 12,3% και η εισαγωγή της στον ΜΣΙ με ισοτιμία 357 δραχμές/ECU και εύρος διακύμανσης +/- 15%. Το ίδιο βράδυ, επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο κ. Σημίτης ανακοίνωσε τα νέα μέσω τηλεοπτικού διαγγέλματος.
Στα επόμενα δύο χρόνια, η δραχμή άντεξε σε εξωγενή σοκ, όπως τη στάση πληρωμών της Ρωσίας. Η πολιτική υψηλών επιτοκίων της Τράπεζας της Ελλάδος, μάλιστα, σε συνδυασμό με την προσδοκία εισαγωγής στο ευρώ, οδήγησαν τον Ιανουάριο του 2000 σε ανατίμηση της δραχμής και στην τελική ισοτιμία των 340,75 δρχ. ανά ευρώ. Ηταν σχεδόν ακριβώς η ισοτιμία που είχε προβλέψει το μοντέλο Μαλλιαρόπουλου-Χαρδούβελη.
Τον Ιούνιο του ιδίου έτους, στη Φέιρα της Πορτογαλίας, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκανε δεκτή την ένταξη της Ελλάδας στο κοινό νόμισμα.
Σήμερα, έχει γίνει σχεδόν κοινός τόπος –τόσο στη διεθνή όσο και στην εγχώρια συζήτηση– ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να είχε προσχωρήσει τότε στο ευρώ. Ο κ. Σημίτης διαφωνεί.
«Δεν επιλέγεις τη στιγμή για κάτι τέτοιο» λέει στην «Κ». «Η κατάλληλη συγκυρία δεν συμπίπτει πάντα με την αναγκαία ωρίμανση. Η χώρα χρειαζόταν συστηματική προσπάθεια για να βελτιώσει τις δομές και τον τρόπο λειτουργίας της. Η προσπάθεια αυτή δεν έγινε στο μέτρο που έπρεπε μετά το 2001», μεταξύ άλλων, όπως σημειώνει, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο κ. Σημίτης λέει ότι η κυβέρνησή του προσπάθησε να αντιστρατευθεί στη γενικότερη τάση χαλάρωσης μετά το 2000 (δίνει συγκεκριμένα το παράδειγμα της απόπειρας μεταρρύθμισης του Ασφαλιστικού από τον κ. Γιαννίτση). Παραδέχεται, ωστόσο, ότι «χρειαζόταν μια καλύτερη προετοιμασία του κλίματος για να προχωρήσουν περισσότερες μεταρρυθμίσεις».
Ο αυξημένος πληθωρισμός, σε σύγκριση με τον μ.ό. της Ευρωζώνης, που γνώρισε η Ελλάδα, αποδίδεται από κάποιους οικονομολόγους στην ανεπαρκή υποτίμηση του 1998, που οδήγησε σε υπερτίμηση πολλών προϊόντων όταν έγινε η μετατροπή σε ευρώ. Ο κ. Γιαννίτσης δεν συμμερίζεται αυτήν την άποψη. Ο κυριότερος λόγος για τον αυξημένο πληθωρισμό επί ευρώ, όπως ισχυρίζεται, «ήταν ότι δεν παίξαμε σύμφωνα με τους κανόνες. Χάνοντας το εργαλείο της υποτίμησης, δεν λάβαμε τα διαρθρωτικά μέτρα που θα απέτρεπαν τη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας». Οι συνέπειες, στο τέλος της δεκαετίας, ήταν βαρύτατες.